-ένιος

-ένιος
-α, -ο
1. κατάληξη επιθέτων που σημαίνει ότι το προσδιοριζόμενο από το επίθετο αποτελείται από την ύλη που δηλώνει το επίθετο
π.χ. μεταξένιος, σιδερένιος, ατσαλένιος κ.λπ.
2. δηλώνει ότι το πρόσωπο ή πράγμα που προσδιορίζεται από το επίθετο έχει την ιδιότητα τής ύλης που σημαίνει το επίθετο
π.χ. «πουπουλένια σύννεφα, σιδερένιος άνθρωπος, ατσαλένια θέληση» κ.λπ.
3. αυτός που μοιάζει με κάτι
π.χ. «αχυρένια επιχείρηση», «κολοκυθένια γεύση» κ.λπ. Εναλλάσσεται μερικές φορές με την κατάληξη -ινος ή -ής
π.χ. χαρτένιος και χάρτινος, χρυσαφένιος και χρυσαφής κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για κατάληξη επιθέτων τής νέας Ελληνικής, η οποία προήλθε από την προσθήκη τής κατάλ. -ινος σε ονόματα που έληγαν σε -έα (πρβλ. ιτέα-ιτέινος, μηλέα-μηλέινος, πτελέα-πτελέινος κ.ά.). Αργότερα αυτή η κατάληξη -έινος επεκτάθηκε και σε άλλα ονόματα (πρβλ. ξυλέινος, χωματέινος κ.ά.) για να μεταβληθεί τελικά σε -ένιος με μετάθεση και συνίζηση. Χρησιμοποιείται κυρίως με επίθετα που δηλώνουν ύλη και εναλλάσσεται με την -ινος (βελουδένιος-βελούδινος)
πρβλ. αλευρένιος, ασημένιος, ατσαλένιος, αχυρένιος, βελουδένιος, ζαφειρένιος, ζαχαρένιος, μενεξεδένιος, μολυβένιος, πουπουλένιος, σιδερένιος κ.ά.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ένιος, Κόιντος — (Quintus Ennius, Ρουδία, Λέτσε 239 – Ρώμη 169 π.Χ.). Ρωμαίος ποιητής. Θεωρείται ο πρώτος μεγάλος ποιητής της λατινικής λογοτεχνίας και ο πατέρας του ρωμαϊκού έπους σε εξάμετρο. Ο Έ. εγκατέλειψε την πατρίδα του και πολέμησε στη Σαρδηνία. Εκεί… …   Dictionary of Greek

  • -ένιος, -ένια, -ένιο — κατάληξη επιθέτων, που δηλώνει ότι το πράγμα που προσδιορίζεται από τέτοιο επίθετο αποτελείται από την ύλη που δηλώνει το επίθετο ή έχει την ιδιότητα αυτής της ύλης: Σιδερένιος στύλος. – Ατσαλένια νεύρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζαφειρένιος — ένια, ένιο (Μ ζαφειρένιος, ένια, ένιο) 1. ο στολισμένος με ζαφείρια 2. αυτός που μοιάζει με ζαφείρι ή έχει το χρώμα τού ζαφειριού («ζαφειρένιος ουρανός», Καρκβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαφείρι + κατάλ. ενιος (πρβλ. ασημ ένιος, χρυσαφ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • ζαχαρένιος — α, ο 1. κατασκευασμένος από ζάχαρη, ζαχαράτος 2. μτφ. γοητευτικός, ευχάριστος, γλυκός. επίρρ... ζαχαρένια με γλυκό τρόπο, γλυκά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. ένιος (πρβλ. μαστιχ ένιος, σοκολατ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • καμουχένιος — α, ο (Μ καμουχένιος και καμουχένος και καμουκένιος, α, ο) 1. κατασκευασμένος από καμουχά*. από βαρύτιμο μεταξωτό ύφασμα 2. το ουδ. ως ουσ. το καμουχένιο το βαρύτιμο μεταξωτό ύφασμα καμουχάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμουχάς + κατάλ. ένιος, δηλωτική τής… …   Dictionary of Greek

  • κατιφεδένιος — α, ο κατασκευασμένος από κατιφέ, βελούδινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατιφές (πληθ. κατιφέδ ες) + κατάλ. ένιος (πρβλ. αλατζαδ ένιος, μενεξεδ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • καφουρένιος — καφουρένιος, α, ον (Μ) λευκός σαν την καμφορά, κατάλευκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφουρά + κατάλ. ένιος (πρβλ. αχυρ ένιος, φιλντισ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • κοντυλένιος — και κονδυλένιος, α, ο 1. αυτός που μοιάζει σαν να είναι ζωγραφισμένος με κοντύλι 2. χαριτωμένος, λεπτός, λεπτοκαμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντύλι + κατάλ. ένιος (πρβλ. ασημ ένιος, μολυβ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλένιος — α, ο (Μ κρυσταλλένιος, α, ο) 1. αυτός που μοιάζει με κρύσταλλο, κρυστάλλινος 2. διαυγής, διαφανής, λαμπρός 3. δροσερός, χιονάτος 4. κατασκευασμένος από κρύσταλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + κατάλ. ένιος (πρβλ. βελουδ ένιος, μενεξεδ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • σανιδένιος — ια, ιο, Ν κατασκευασμένος από σανίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σανίδα + κατάλ. ένιος (πρβλ. μαρμαρ ένιος, χρυσαφ ένιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”