- -ένιος
- -α, -ο1. κατάληξη επιθέτων που σημαίνει ότι το προσδιοριζόμενο από το επίθετο αποτελείται από την ύλη που δηλώνει το επίθετοπ.χ. μεταξένιος, σιδερένιος, ατσαλένιος κ.λπ.2. δηλώνει ότι το πρόσωπο ή πράγμα που προσδιορίζεται από το επίθετο έχει την ιδιότητα τής ύλης που σημαίνει το επίθετοπ.χ. «πουπουλένια σύννεφα, σιδερένιος άνθρωπος, ατσαλένια θέληση» κ.λπ.3. αυτός που μοιάζει με κάτιπ.χ. «αχυρένια επιχείρηση», «κολοκυθένια γεύση» κ.λπ. Εναλλάσσεται μερικές φορές με την κατάληξη -ινος ή -ήςπ.χ. χαρτένιος και χάρτινος, χρυσαφένιος και χρυσαφής κ.λπ.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για κατάληξη επιθέτων τής νέας Ελληνικής, η οποία προήλθε από την προσθήκη τής κατάλ. -ινος σε ονόματα που έληγαν σε -έα (πρβλ. ιτέα-ιτέινος, μηλέα-μηλέινος, πτελέα-πτελέινος κ.ά.). Αργότερα αυτή η κατάληξη -έινος επεκτάθηκε και σε άλλα ονόματα (πρβλ. ξυλέινος, χωματέινος κ.ά.) για να μεταβληθεί τελικά σε -ένιος με μετάθεση και συνίζηση. Χρησιμοποιείται κυρίως με επίθετα που δηλώνουν ύλη και εναλλάσσεται με την -ινος (βελουδένιος-βελούδινος)πρβλ. αλευρένιος, ασημένιος, ατσαλένιος, αχυρένιος, βελουδένιος, ζαφειρένιος, ζαχαρένιος, μενεξεδένιος, μολυβένιος, πουπουλένιος, σιδερένιος κ.ά.].
Dictionary of Greek. 2013.